- μεταπαύομαι
- μετα-παύομαι: cease or rest between whiles, Il. 17.373.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
μεταπαύομαι — (Α) 1. αναπαύομαι κατά διαστήματα («μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο», Ομ. Ιλ.) 2. σταματώ ή παύω να κάνω κάτι … Dictionary of Greek
μεταπαυόμενοι — μεταπαύομαι rest between whiles pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπαύεται — μεταπαύομαι rest between whiles pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)